- ταυρί
- το, Ν [ταύρος]1. υποκορ. μικρός ταύρος2. (χωρίς υποκορ. σημ.) ταύρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ТАВРИНЫ — • Taurīni, Ταυρινοί, Ταυρι̃νοι, лигурийское племя в верховьях Пада (или По), главный город которых был Augusta Taurinorum (н. Турин). В их землях находились Taurini Saltus, Тауринские горные леса, через которые проходили в Италию… … Реальный словарь классических древностей
ηλεκτριανός — ἠλεκτριανός, ό (Μ) (ενν. λίθος) το ήλεκτρο, το κεχριμπάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλεκτρο + κατάλ. ιανός (πρβλ. λεοντ ιανός, ταυρι ιανός)] … Dictionary of Greek
κλώνος — Βλ. λ. κλάδος. * * * ὁ (AM κλών, ωνός, Μ και κλώνος) κλάδος, κλωνάρι («οὔπω χοάς ποτ οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης», Ευρ.) νεοελλ. βιολ. πληθυσμός γενετικά ταυτόσημων πολυκύτταρων ή μονοκύτταρων οργανισμών που προήλθε αρχικά από ένα μόνο άτομο με αγενείς… … Dictionary of Greek
ταύρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Κρήτης από την Κνωσό. Αφού κυρίευσε την Τύρο της Φοινίκης, γύρισε στην Κρήτη με πολλούς αιχμαλώτους και πολλά κορίτσια, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης … Dictionary of Greek